Κριτική για την “Παρεξήγηση” της Κατερίνας Διακουμοπούλου

ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ ΑΦΙΣΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗΈγκυροι συμβολικοί μετασχηματισμοί
Ημερομηνία: 08/03/2015
Η “Παρεξήγηση” του Αλμπέρ Καμί παρουσιάζεται σε συμπαραγωγή των ομάδων “Αβέρτο Θέατρο” – “Θεατρική Ομάδα ριSκο”, σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Οικονόμου. (Της Κατερίνας Διακουμοπούλου)

Ο Ζαν επιστρέφει στην Ευρώπη, στο πανδοχείο της αδελφής και της μητέρας του έπειτα από είκοσι δύο χρόνια απουσίας και παραμονής του σε απροσδιόριστο τόπο. Η μητέρα δεν αναγνωρίζει τον γιο της και εκείνος δεν αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα. Οι δύο γυναίκες υπνωτίζουν, δολοφονούν και ληστεύουν τον επισκέπτη τους. Ο ίδιος ο Καμί είχε αποκαλύψει ότι το -μοναδικό- ερέθισμα για τη δημιουργία της “Παρεξήγησης” ήταν μία πραγματική ιστορία, η οποία εκτυλίχθηκε στην Τσεχοσλοβακία, την οποία αποδελτίωσε από τον αλγερινό Τύπο του 1935. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την εντυπωσιακή ομοιότητα της “Παρεξήγησης” (Le Malentendu, 1944) με την “Έκπληξη” (Niespodzianka, 1929), το δράμα του πολωνού θεατρικού συγγραφέα Karol Hubert Rostworowski. Στην “Έκπληξη”, το δράμα του πολωνού δραματουργού, ο γιος επιστρέφει ευκατάστατος από την Αμερική ζητώντας φιλοξενία στο πατρικό του σπίτι, μην έχοντας αποκαλύψει την ταυτότητά του. Τη νύχτα οι γονείς του τον δολοφονούν με σκοπό να τον ληστέψουν. Αποκαλύπτεται η ταυτότητά του και οι συγκλονισμένοι δολοφόνοι χαρίζουν τα κλοπιμαία στο μικρότερο γιο, για να σπουδάσει.
Μπορεί η σύμπτωση να ξαφνιάζει, όμως οφείλω να σημειώσω ότι η ευρωπαϊκή ειδησιογραφία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα βρίθει από ιστορίες επαναπατρισμού πλούσιων μεταναστών, οι οποίοι δολοφονούνται από οικείους τους πριν από την αναγνώρισή τους. Η εγκληματολογία και η θυματολογία αποτελεί συχνή πρώτη ύλη για τη θεατρική συγγραφή. Σε αυτό το σημείο πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρω ότι υπάρχει και ένα εντελώς άγνωστο νεοελληνικό θεατρικό έργο του Λεωνίδα Αρνιώτη “Οι μετανάσται”, γραμμένο μόλις το 1907, στο οποίο στην τέταρτη πράξη ο μετανάστης Βέργας επιστρέφει μεταμφιεσμένος στο χωριό του στη Λακωνία και φιλοξενείται στο σπίτι της μάνας του και της αδερφής του. Τη νύχτα η μάνα σκοτώνει τον ξένο με σκοπό να τον ληστέψει. (Σε σχέση με τον Καμί και τον Rostworowski, οι συμπτώσεις βεβαίως δεν τελειώνουν με την Παρέξήγηση-Έκπληξη αλλά με τον Καλιγούλα. Ο Rostworowski έγραψε το έργο Kajus Cezar Kaligula, το 1917, εικοσιένα χρόνια πριν από τον “Καλιγούλα” του Καμί). Οι “Μετανάσται” δεν έχουν παρασταθεί ποτέ…
Ωστόσο πέρα από τις ομοιότητες και τις αμέτρητες διαφορές, το τρίπρακτο υπαρξιακό δράμα “Παρεξήγηση” είναι αξεπέραστο και ανώτερο από τα ηθογραφικά προ-κείμενά του. Πρόκειται για ευανάγνωστη αφήγηση με δυσανάγνωστους συμβολισμούς. Το έργο αποκρυπτογραφείται μόνο αν το μελετήσουμε μέσα από το πρίσμα της εποχής της χιτλερικής Ευρώπης και του Υπαρξισμού.
Ο τριαντάχρονος Αλμπέρ Καμί ήδη από το 1939 είχε προσχεδιάσει την “Παρεξήγηση”, η οποία ολοκληρώθηκε στο ζόφο του κατοχικού Παρισιού, της περιόδου 1943-44. Δημοσιεύθηκε το Μάιο του ’44 και πρωτοπαίχτηκε τον Ιούνιο. Η τελική μορφή του κειμένου αποκρυσταλλώθηκε το 1958.

ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ
Η τρίπρακτη σύγχρονη τραγωδία “Παρεξήγηση” είναι μία κραυγή “λογικής” στην εποχή του “απανθρωπισμού” και του υπαρκτού παραλογισμού. Το αναπόφευκτο, είτε ως αντανάκλαση της αρχαίας τραγωδίας είτε ως βιβλική παρήχηση της επιστροφής του ασώτου υιού. Ενοχή, θλίψη, προδοσία, απελπισία, αλλοτριωμένη σιωπή, μοναξιά, αδυναμία επικοινωνίας, ζηλοφθονία, χαμένη αθωότητα. Διχοτόμηση της ζωής, αναμονή της δολοφονίας (όπως η αναμονή του τοκετού), αναμονή της αυτοκτονίας της μάνας, αναμονή του αργού θανάτου της αδερφής. Ο ξένος-γιος, σε ρόλο αγνώστου, οδεύει προς το πανδοχείο, τον τόπο βραχείας διαμονής, προς το θάνατο. Ο βουβός υπηρέτης εμπλουτίζει το δράμα με ακόμα ένα επίπεδο ανάγνωσης: το Theatrum mundi, στο οποίο ο κόσμος είναι θεατρική σκηνή και ο Θεός είναι ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης και ο πρωταγωνιστής. Συχνά η “Παρεξήγηση” ερμηνεύεται με “χριστολογικούς” όρους, μέσα από ένα θεολογικό πρίσμα. Προτιμώ τη φιλοσοφική ερμηνεία: Πρόκειται για την εξέγερση της ύπαρξης μπροστά στο θάνατο. Ο Καμί μάς υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να αισθανόμαστε έκπληξη μπροστά στη ματαιότητα ενός κόσμου χωρίς νόημα, στον οποίο όμως αξίζει μόνο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Οικονόμου έχει επίμονα εργαστεί πάνω στα ζητήματα της πρακτικής του θεάτρου και έχει καταδείξει έντιμες σκηνοθεσίες. Στο υπό εξέταση εγχείρημα είναι προφανές ότι προηγήθηκε ενδελεχής μελέτη των αρχών του υπαρξισμού και κυρίως τη φιλοσοφική πρόταση του Καμί για την επανάσταση της ύπαρξης σε έναν κόσμο παράλογο. Αυτή η μέθοδος προσέγγισης είναι συνεπής, διότι όλα τα θεατρικά έργα των υπαρξιστών είναι η εκλαΐκευση της φιλοσοφίας τους. Πράγματι, στη σκηνοθεσία του Οικονόμου τα γεγονότα συναρμόζονται και ανασυσταίνονται “πλαστικά” υπό το βάρος του υπαρξισμού.
Ο σκηνοθέτης παράγει μία εικόνα ταυτόσημη, μία αντανάκλαση του Υπαρξισμού, στην οποία, ενδεχομένως συνειδητά, έχει παραμελήσει τους μετασχηματισμούς στη σκηνοθετική τοποθέτηση των ηθοποιών, τη ρύθμιση των χωρικών σχέσεων, π.χ. η κατ’ ιδίαν εκφορά των ηθοποιών είναι αμήχανη, οι γωνίες προσανατολισμού του Ζαν, η απουσία σωματικής επαφής ανάμεσα στο Ζαν και τη Μαρία κ.ά. Το αποτέλεσμα είναι μία παράσταση θεάτρου θέσης, όπου αναπτύσσεται και θεμελιώνεται η φιλοσοφική θεωρία εις βάρος της μορφής.

ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ
Τα σκηνικά (Ειρήνη Ατματζίδου) είναι λειτουργικά, τα κοστούμια (Νάσια Χάρη) έγκυρα, ο “δυσανάγνωστος” φωτιστικός σχεδιασμός (Στράτος Κουτράκης) δεν κατάφερε να σχολιάσει ή να συγκροτήσει την παράσταση, η μουσική επιμέλεια (Βαγγέλης Οικονόμου) για ακόμα μία φορά είναι υποδειγματική. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι το μέγιστο προτέρημα της παράστασης: Η Αγγέλα Μπολέτση (Μάρθα) εκπέμπει θερμή και συνάμα ψυχρή ενέργεια, καταφέρνοντας να εξισορροπήσει την εύθραυστη αντίφαση. Ο Ορέστης Παλιαδέλης (Ζαν) σηκώνει υπεύθυνα το βάρος του “τραγικού ήρωα”, η Έλενα Δαμίγου (Μαρία) δεν έχει αξιοποιήσει τον χειρονομιακό κώδικα, για να αναδείξει την ανθρώπινη πλευρά του ρόλου, η Λιλή Λαμπούδη (μητέρα) ξεχωρίζει, με γερά εφόδια, “εύστροφα” ελεγχόμενα εκφραστικά μέσα.

Leave A Comment